κορδιαλός

κορδιαλός
και σκορδιαλός, ο
δημώδης ονομασία τού πτηνού κορυδαλλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλλός με μετάθεση. Ο τ. σκορδιαλός από συνεκφορά τού τελικού -s από την αιτ. πληθ. τους κορδιαλούς. (πρβλ. σκύβω < εισ-κύπτω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορδιαλός — κορδιαλός, ο και σκορδιαλός, ο το πουλί «κορυδαλλός ο λοφιοφόρος» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”